- ασβολερός
- -ή, -ό(Μ ἀσβελερός, -ή, -όν) [ασβόλη]1. ο σκοτεινός, ο μαύρος2. ο καταραμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασβόλη — η (AM ἀσβόλη, η Α και ἄσβολος, η, ο) η καπνιά, η μαύρη σκόνη που κάθεται πάνω στους τοίχους από καπνό φωτιάς νεοελλ. η συμφορά, η δυστυχία μσν. το μαύρισμα, το μουτζούρωμα με καπνιά αρχ. η ψιλή σκόνη από τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι αβέβαιης… … Dictionary of Greek